Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

You lying bastard.. I like you!

Μικρή ήμουν ένα περίεργο και αρκετά φοβισμένο παιδί. Βέβαια, έχω αλλάξει απίστευτα πολύ από τότε, είμαι σχεδόν αγνώριστη, καθώς τώρα είμαι μία περίεργη και αρκετά φοβισμένη ενήλικας. Μικρή φοβόμουν ότι ανά πάσα στιγμή θα μου συνέβαινε κάτι κακό. Όποτε έβλεπα ή άκουγα για κάποιο υπαρκτό ή και φανταστικό πρόσωπο που είχε ένα πρόβλημα ή μία άσχημη εμπειρία, ταυτιζόμουν τόσο πολύ μαζί του που ήμουν σίγουρη ότι το ίδιο θα συνέβαινε και σε μένα.

Όπως τότε, με την ταινία «Jane Eyre» του Franco Zeffirelli (1996). Όταν την πρωτοείδα μαζί με την οικογένειά μου στην τηλεόραση ήμουν άρρωστη, αν θυμάμαι καλά δεν ήταν ένα απλό κρυολόγημα αλλά βαρυά ίωση. Αυτό που δε θα ξεχάσω ποτέ από εκείνη την ίωση ήταν ο βήχας μου. Ένας συνεχής βήχας που χειροτέρευε μέρα με τη μέρα αντί να καλυτερεύει, σε σημείο που ο ήχος έμοιαζε σαν τις κραυγές της κοπέλας από τον «Εξορκιστή», αλλά σε μορφή βήχα! Είχα στεριωθεί μπροστά από την τηλεόραση προσηλλωμένη στην ταινία και βήχωντας κάθε νανο-δευτερόλεπτο σαν μαθουσάλα καπνιστή που κάπνιζε από τα πέντε του. Όλα μια χαρά, ήρεμη και άρρωστη απολάμβανα εκείνη την πολύτιμη οικογενειακή στιγμή, ώσπου είδα τη σκηνή που πεθαίνει η φίλη της Jane Eyre.

Το θέμα δεν ήταν τόσο το ότι πέθανε αλλά το πώς πεθάνε. Έδειχνε πως η μικρή είχε έναν βήχα που χειροτέρευε με τον καιρό και στην κλιμάκωσή του έμοιαζε ανατριχιαστικά πολύ σε ένταση και συχνότητα με τον δικό μου βήχα. Το παιδί είχε νομίζω φυματίωση τελικά κι επειδή δεν το προσέξανε, πέθανε μέσα σε ένα βράδυ. Έπαθα σοκ. «Θα πεθάνω» σκέφτηκα. Βήχω ακριβώς όπως το κορίτσι, οπότε θα πεθάνω ακριβώς όπως το κορίτσι. Έχω φυματίωση και οι γονείς μου ή αδιαφορούνε, ή το ξέρουν και απλά δε μου λένε πως θα πεθάνω για να μη στεναχωρηθώ. Κατέληξα να πλαντάζω στο κλάμα με το κεφάλι μου ακουμπισμένο στα πόδια της μάνας μου να την παρακαλάω να με πάει στο γιατρό πριν πάθω ό,τι έπαθε το κορίτσι. Δε θυμάμαι πόσο καιρό τους πήρε για να με πείσουν ότι θα γίνω καλά στο τέλος. Μη με ρωτήσει κανείς εάν όντως έγινα καλά στο τέλος, γιατί σίγουρα δεν είναι το ολόγραμμά μου που έχει τη δυνατότητα να γράφει blog.

Κάτι παρόμοιο ένιωσα και με την περίπτωση της Julie Andrews, της γνωστής ηθοποιού με την μαγευτική φωνή που έπαιξε στη «Μελωδία της Ευτυχίας», στη «Mary Poppins», και άλλα έργα. Μία εγχείρηση της Andrews της έβλαψε ανεπανόρθωτα τις φωνητικές χορδές με αποτέλεσμα να χάσει την κρυστάλλινη φωνή της και να σταματήσει να τραγουδά επαγγελματικά για πάντα. Φυσικά, όταν το άκουσα αυτό νόμιζα πως θα έχανα κι εγώ τη φωνή μου κάθε φορά, όχι που θα ήθελα να τραγουδήσω νότες, αλλά που θα ήθελα να πω.. την αλήθεια. Πως δε θα έβγαιναν τα λόγια και οι ήχοι που θα ήθελα να βγουν κάθε φορά που θα ήθελα να είμαι απόλυτα ειλικρινής.

Τι θέλω να πω. Η ειλικρίνεια στα βιβλία και στη θεωρία θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες αρετές που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Αναλόγως, το ψέμα είναι πάντα κατακριτέο και θεωρείται από τα χειρότερα μειωνεκτήματα. Έχετε αναλογιστεί όμως αν κάτι τέτοιο ισχύει και στην πραγματικότητα; Τι είναι το ψέμα; Στην ουσία είναι όταν δε λέμε την αλήθεια. Γι’ αυτό η θεωρία λέει πως πρέπει πάντα να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς προς όλους τους ανθρώπους αποφεύγοντας κάθε είδους ψέμα. Ναι, καλά. Μπούρδες! Όποιος προσπαθήσει να είναι απόλυτα ειλικρινής έστω και για 24 ώρες θα καταλήξει με ένα μαυρισμένο μάτι, τρία καρούμπαλα, 19 ράμματα, δύο σπασμένα πλευρά και με συγγενείς, φίλους και αγνώστους να του κρατάνε μούτρα και να τον διακοσμούνε με ωραία επίθετα, όπως: αγενής, εριστικός, επικριτικός, εμπαθής, ζηλόφθονος, and the list never ends. Φυσικά κανείς δε θα γυρίσει να πει «σε ευχαριστώ, εκτιμώ πολύ την ειλικρίνειά σου».

Παλιά φίλη που έψαχνε επίσημο φόρεμα για να πάει σε ένα γάμο. μου έδειχνε φωτογραφίες καθώς μιλούσαμε στο skype με φορέματα που είχε δοκιμάσει στα διάφορα μαγαζιά για να της πω τη γνώμη μου και να μπορέσει να επιλέξει.

-Πώς σου φαίνεται αυτό;
Ω Χριστέ μου, με αυτό είσαι σαν ανάποδη φούξια μπομπονιέρα βουτηγμένη σε ασημόσκονη.

Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό και πάλευε να βγει από τα χείλη, καθώς προσπαθούσα να ξεπεράσω το οπτικό σοκ. Αλλά τελικά κατέληξα να πω κάτι σαν κι αυτό..

-Άχου, τι ωραίοοο. Σου πάει πολύ, σα.. σαν ροζ κουφετάκι είσαι!
-Ναι ναι, μου είπαν και στο κατάστημα ότι είμαι σα νεράιδα και ότι το φόρεμα είναι σα να φτιάχτηκε ειδικά για μένα.
Σιγά μη σου λέγανε διαφορετικά ρε Μαράκι! Να πουλήσουν το φόρεμα θέλανε οι άνθρωποι.

-Ναι, δίκιο έχουν. Δεν το συζητώ. Και πόσο κάνει αυτό το χάρμα οφθαλμών;
-350 ευρώ.

Δίλημμα. Εάν έλεγα την αλήθεια, αυτόματα θα με κυνηγούσε η ταμπέλα της κακιάς, της αγενούς, και της ζηλιάρας. Ενώ με τις απαντήσεις που έδωσα παρέμεινα η γλυκιά ευγενική κοπέλα που στην ουσία ψέκαζε τα ασύστολα ψεύδη με φρουφρού κι αρώματα.  Τι ήταν όμως πιο σωστό; Να είμαι ειλικρινής και να ρισκάρω μία διαπροσωπική σχέση, μήπως και προστατεύσω την κοπέλα από το να επενδύσει τόσα λεφτά σε ένα άθλιο φόρεμα κι από εκείνους τους πωλητές που πωλούσαν φύκια για μεταξωτές κορδέλες; Ή να πω τα καλά και όμορφα λογάκια που περίμεναν ν’ ακούσουν τα αυτάκια της και να ανεβούν ψυχολογία και αυτοπεποίθηση στο maximum;

Εάν αφήναμε αυτό το μικρόβιο που λέγεται «εσωτερική ανάγκη για εξωτερίκευση της αλήθειας», ή για συντομία «ειλικρίνεια», να εξαπλωθεί και να κυριεύσει τον οργανισμό μας, τότε δε θα παίρναμε εκείνη την υποτροφία που χρειαζόμαστε, δε θα περνούσαμε επιτυχώς τη συνέντευξη για εκείνη τη δουλειά που κυνηγούσαμε, και σίγουρα θα ζούσαμε σε ένα τριάρι με σκυλιά και γατιά να γεμίζουν τα άδεια δωμάτια αφού μονάχα εκείνα θα αποδεχόντουσαν την ιδιαιτερότητα αυτής της αρετής μας(;). Δεν είναι λίγες οι φορές που έρχεται το ψέμα στη θέση της ειλικρίνειας για να είμαστε δήθεν ευγενικοί στα μάτια των άλλων, που έρχεται η υποκρισία να πάρει τη μορφή ψεύτικου προσωπείου που θα καλύψει την πραγματική μας μοναδική ταυτότητα προκειμένου να παίξουμε τον κάθε διαφορετικό ρόλο στα πλαίσια της κοινωνίας, και πάει λέγοντας..  

Τελικά όλοι λίγο ή πολύ πάσχουμε από το σύνδρομο «Julie Andrews» που μας καθιστά αδύνατο το να υμνούμε θριαμβευτικά την αλήθεια διαρκώς. Είναι μερικές φορές που μας κάνουν τσαλιμάκια οι ριμάδες οι φωνητικές χορδές και ξεπηδάνε άλλοι ήχοι και άλλες λέξεις από αυτές που είχαν θρονιάσει στο κεφάλι μας. Ζηλεύω τους ανθρώπους που είναι «brutally honest» αλλά φοβάμαι ότι για να τους μοιάσει κανείς θέλει να είναι πολύ αγαπητός, πολύ έξυπνος, πολύ αυτόνομος, πολύ πλούσιος..

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Κυριακάτικο ξύπνημα: όχι η ταινία ρε.


Κυριακή. Όλοι και μόνο στο άκουσμα της Κυριακής έχουν όμορφες εικόνες και κάνουν θετικές σκέψεις. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί απ’ όλες τις μέρες της εβδομάδας η Κυριακή είναι εκείνη που ασυναίσθητα συνδέουμε με όλες τις ελπίδες μας για μια καλή μέρα. Ακόμα κι αν έχουμε 100 απίστευτα κακές Κυριακές στη σειρά, συνεχίζουμε να πιστεύουμε με μία αθεράπευτα βλακώδη επιμονή πως η επόμενη Κυριακή θα είναι αλλιώς, πως θα είναι έτσι όπως την έχουμε σκηνοθετίσει στο μυαλό μας. Πως θα περάσουμε μια ονειρεμένη Κυριακή που θα πάρει όλο το βάρος της περασμένης βδομάδας από πάνω μας και θα μας επιβραβεύσει που κατορθώσαμε να το αντέξουμε τόσο καιρό. Βαθειά μέσα μας πιστεύουμε στην περιβόητη ισορροπία του Σύμπαντος και περιμένουμε από μία ημέρα να έρθει και να φέρει την ισορροπία ανταμοίβοντάς μας για όλα τα στραβά και τα άσχημα των υπόλοιπων ημερών. Ο κανόνας είναι: έξι μέρες κόλαση και μία παράδεισος. Λογικό και δίκαιο δεν ακούγεται; Μία Κυριακή που θα είναι σαν εκείνο το μπισκοτάκι που δώσαμε στο σκύλο μας επειδή κατόρθωσε, υπό τις δικές μας εντολές, να καθίσει, να σηκώσει το πόδι, ή να κάνει διπλό άξελ και τόλουπ στον αέρα. Μία Κυριακή που θα θυμίζει σκηνή από χολιγουντιανή ταινία, και που θα μπορεί να περιγραφτεί με τις λέξεις ξεκούραση, ανεμελιά, χαρά, απόλαυση, φρουφρού κι αρώματα.  

Παράδειγμα κυριακάτικου ξυπνήματος χολιγουντιανής παραγωγής.  Ξυπνάς με ένα ανεξήγητο κέφι και ενέργεια (άσε το full make-up), κάτι σαν το λαγουδάκι duracel στη διαφήμιση. Πας στην κουζίνα και βρίσκεις έτοιμο ζεστό καφέ στην καφετιέρα (κι ας μένεις μόνη σου, «φαντασματάκια, την επόμενη φορά δύο κουταλιές καφέ εε»). Φοράς τη μεταξένια ρόμπα που έχεις πρόχειρη για μέσα στο σπίτι, κι ας βγάζεις τρεις κι εξήντα. Καθώς ανοίγεις τα παράθυρα, ξεχύνεται το φως του ήλιου στην χαοτικά μεγάλη γκαρσονιέρα σου. Ύστερα πίνεις τον πρωινό καφέ χαζεύοντας έξω από το παράθυρο τον καταγάλανο ουρανό, τα πουλιά που τιτιβίζουν και κάπου στο βάθος την Julie Andrews να παίζει και να τραγουδάει τη Μελωδία της Ευτυχίας με κάτι παιδιά σε κάτι καταπράσινους λόφους. Ναι, αυτό θα ήταν όντως μία καλή στιγμή για να ξεκινήσεις τη μέρα σου. Εξάλλου, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται, λένε. Εάν ισχύει το τελευταίο, τότε θ’ αρχίσω να σκέφτομαι σοβαρά το να κοιμάμαι όλο το πρωί και να ξυπνάω κατ’ευθείαν μεσημέρι μήπως δω άσπρη μέρα. Αυτό φυσικά ήταν μόνο ένα απλό παράδειγμα ενός απλού μυαλού ενός απλού ανθρώπου. Ο καθένας ονειρεύεται διαφορετικά τη λυτρωτική «Κυριακή» του.

Κάθε Κυριακή όμως η ίδια απογοήτευση. Κάθε μέρα η ίδια απογοήτευση. Κάθε κακό πρωινό ξύπνημα προμηνύει την εξίσου κακή συνέχεια της ημέρας. Ακόμα και το κυριακάτικο μου ξύπνημα δεν έχει καθόλου καλές προδιαγραφές. Όλο το βράδυ κάνω ανήσυχο ύπνο και βλέπω εφιάλτες κάθε μα κάθε φορά επί ένα χρόνο τώρα (με ένα μόνο όνειρο να εξαιρείται, αλλά σ’ αυτό θα αναφερθώ σε άλλο ποστ). Τουλάχιστον εάν θυμόμουν την πλοκή από κάθε εφιάλτη και την έγραφα, τώρα θα είχα γράψει 365 θρίλερ και θα ήμουν πλούσια από τις πωλήσεις. Αλλά με το που σηκώνομαι τα ξεχνάω το δόλιο το χρυσόψαρο, οπότε τζάμπα το ολονύχτιο κινέζικο βασανιστήριο. Βέβαια, εξαιτίας αυτού, ξυπνάω κακόκεφη, κουρασμένη (ναι, λες και έσκαβα όλο το βράδυ), και με ένα κεφάλι καζάνι. Σέρνομαι να φτιάξω πρωινό και τελικά πίνω τον σκέτο καφέ μου (κλασικά, έχει τελειώσει το γάλα) στον καναπέ απολαμβάνοντας το θεσπέσιο ήχο από τα τρυπάνια του πάνω ορόφου που κάνουν ανακαίνιση και τα μηχανάκια που κάνουν σούζες στις 9 το πρωί. Όχι, με τι καρδιά να αντέξω την ερχόμενη βδομάδα;

Σίγουρα έχω πολύ καιρό να πω-- βασικά, δεν έχω ποτέ πει «αχ, αυτή ήταν μια καλή ημέρα» και να πέσω να κοιμηθώ σαν πουλάκι. Αλήθεια γιατί αντί του «κοιμήθηκα πολύ καλά» λένε «κοιμήθηκα σαν πουλάκι»; Εγώ στοιχηματίζω ότι και τα πουλάκια σκατά ύπνο κάνουν με τέτοια ηχορύπανση από τους ανθρώπους το βράδυ.

Και τι δείχνει για μένα το ότι δε βρίσκω αναμνήσεις μίας πραγματικά καλής ημέρας στα αρχεία του εγκεφάλου μου; Μήπως έχει καεί η CPU μου; Μήπως στην τελική ζητάω πολλά; Μάλλον παραείμαι ένα εγωιστικό και αχάριστο, βρωμερό σκουλίκι που δεν αναγνωρίζει την ευτυχία στην καθημερινότητα. Άλλοι άνθρωποι πεινάνε, είναι άρρωστοι και δεν έχουν καν άνθρωπο να μιλήσουν για τα δεινά τους. Μήπως τελικά οι τύψεις και οι ενοχές για αυτήν την απληστία μου παίρνουν τη μορφή εφιάλτη και με παίρνουν στο κυνήγι κάθε βράδυ; 

Σύμφωνα με έρευνες, οι μαθητές γίνονται καλύτεροι και δυνατότεροι στα μαθήματά τους όταν επιβραβεύονται για τον κόπο και την προσπάθειά τους. Μήπως όμως στην πραγματική ζωή οι καλύτεροι και οι δυνατότεροι είναι τελικά αυτοί που τα καταφέρνουν χωρίς την ανάγκη επιβραβεύσεων; Μήπως εκείνες οι πολλά υποσχόμενες, ονειρεμένες «Κυριακές» είναι για τους ενήλικες ό,τι ο Άι Βασίλης για τα παιδιά; Τα μικρά παιδιά έχουν αυτή τη μεγάλη και γλυκιά προσμονή για τον Άι Βασίλη να έρθει τα Χριστούγεννα και να τα ανταμοίψει που ήταν καλά παιδιά όλο το χρόνο. Αντίστοιχα, εμείς οι ενήλικες τρέφουμε φρούδες ελπίδες μιας παρόμοιας, όμορφης μεν, ψεύτικης και ανύπαρκτης δε ανταμοιβής για τις δύσκολες περιόδους και τις άσχημες στιγμές μας. 

Τελικά τι ισχύει; Είναι η ζωή ένα παιχνίδι που εάν περάσεις όλα τα δύσκολα επίπεδα στο τέλος παίρνεις το reward που δικαιούσαι; Κι αν ναι, αυτό το reward πότε το παίρνεις; Σήμερα, αύριο, την Κυριακή, ποτέ; Τι να πω; Όπως λέει και το Σκαρλετάκι στο «Όσα παίρνει ο άνεμος», αύριο είναι μία άλλη μέρα. Δεν είναι;

PS. Food for thought: Σε διάφορα σημεία του κειμένου αναφέρομαι στις Κυριακές κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά!