Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

I hate summer: It all started with a fall..

Καλοκαίρι. Εννιά χρόνια πριν. Διαδρομή Ηράκλειο-Βικτώρια με το τρένο. Είχε έναν απίστευτο καύσωνα με τη θερμοκρασία να φτάνει τους 40 βαθμούς. Και καμήλα της Σαχάρας να ήσουν, θα έπαιρνες το πρώτο αεροπλάνο για Αλάσκα ασυζητητί. Εκείνη η κουφόβραση είχε δολοφονικές τάσεις. Απόδειξη ότι όλοι οι επιβάτες του τρένου είχαν κατάχλωμα, αρρωστιάρικα πρόσωπα, σαν ετοιμοθάνατων. Δεν είχαν βάλει air-condition στα τρένα ακόμα. Γι’ αυτό τα παράθυρα ήταν όλα ορθάνοιχτα, αλλά ο αέρας που έμπαινε έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Δεν ήταν κανένα δροσερό αεράκι. Αντίθετα, ήταν καυτός αέρας που ζεμάταγε όλα τα δερματικά σου κύτταρα, ένα-ένα.

Σα να μην έφτανε το γεγονός ότι έπρεπε να κυκλοφορήσω με καιρικές συνθήκες Αφρικής στην Αθήνα, είχα να αντιμετωπίσω και το πρόβλημα σαρδελίασης. Το τρένο ήταν ασφυκτικά γεμάτο από κόσμο, με τους επιβάτες να είναι στριμωγμένοι στο βαγόνι σα σαρδέλες σε κονσέρβα. Καρφίτσα δεν έπεφτε. Ήταν τόσο στριγμωγμένα που ένιωθα τα ιδρωμένα ρούχα των άλλων να ακουμπάνε τα δικά μου και τις καυτές ανάσες των ψηλότερων από 1.70 να πέφτουν στο μέτωπό μου. Επιπλέον, η μυρωδιά των επιβατών δε θύμιζε με καμία δύναμη αυτή του αποσμητικού. Θύμιζε περισσότερο αυτή του ληγμένου ξινόγαλου μάλλον. Εγώ στεκόμουν όρθια κοντά στο παράθυρο.

Γαμώτο, έχω αρχίσει να ιδρώνω. Το πρωί έλιωσα μέσα στο μπάνιο και τώρα θα βγω από δω μέσα παπί από τον ιδρώτα. Σιχαίνομαι και ντρέπομαι να είμαι ιδρωμένη-- και τότε είναι που ιδρώνω ακόμα περισσότερο. Είναι και αυτοί σα βδέλλες πάνω μου. Τελείωσε. Θα τους ζητήσω να κάνουν πιο πέρα. Βασικά, δεν μπορώ, γιατί δεν υπάρχει εκατοστό να κάνουν πιο πέρα. Κι αν το κάνω, θα με περάσουν για ηλίθια σχιζοφρενή. Τελοσπάντων, θα το υποστώ για κάποιες στάσεις.

Επόμενος σταθμός: Νέα Ιωνία.

Τι; Μόνο μία στάση έχει περάσει; Μέχρι τη Βικτώρια τι θα κάνω; Θα πεθάνω. Θα πεθάνω από αφυδάτωση, από τις τοξικές ανάσες των διπλανών, και καμιά σπάνια ασθένεια που μεταδίδεται εξ επαφής. Και είμαι πολύ νέα για να πεθάνω. Είμαι απλά ένα παιδί που αγωνίζεται να πάει στον ορθοδοντικό του, γιατί έχει οδοντοστοιχία χειρότερη από του Hugh Grant. Όχι, εντάξει, κανείς δεν συναγωνίζεται τον Hugh, κακά τα ψέματα.    

Πευκάκια.

Πόσες στάσεις ακόμα; Μια, δυο, τρεις.. εφτά! Θεέ μου, δε θα αντέξω εφτά στάσεις. Έχει στεγνώσει το στόμα μου. Τα μάτια μου καίνε. Και τα δερματικά μου κύτταρα έχουν φτύσει ό,τι νερό περιείχαν σε μορφή ιδρώτα. Όμως, τι περίεργο.. Δεν ακούω τον ήχο του τρένου, ενώ λογικά θα έπρεπε, αφού είναι ακόμα εν κινήσει. Σχεδόν δεν ακούω τίποτα. Γυρνάω το κεφάλι μου προς τη μεριά των επιβατών. Βλέπω μία κυρία στα αριστερά μου να συζητάει. Δεν ακούω λέξη. Τη βλέπω απλά να ανοιγοκλείνει το στόμα της σα να περιμένω να πέσει η καρτέλα με τον γραμμένο διάλογο, όπως στις βουβές ταινίες. Αυτή η βουβή ταινία, όμως, δεν είναι ασπρόμαυρη. Κάθε άλλο. Εγώ βλέπω τους πάντες και τα πάντα σε αποχρώσεις του.. μπλε. Όλα μπλε. Λες και είμαι σε simulation για τις επιδράσεις του βιάγκρα είναι, αλλά χωρίς τις ερωτικές ορμές. Ή μήπως είμαι σε κανένα στρουμφοχωριό και είναι όλοι μπλε; Χμ, λείπουν τα άσπρα σκουφάκια, οπότε μάλλον είναι ύποπτο.

Περισσός.

Ό,τι και να μου συμβαίνει πρέπει να το προλάβω πριν χειροτερέψει. Θα κατέβω στην επόμενη στάση να κάτσω σε ένα παγκάκι και μετά θα πάρω νερό από το περίπτερο. Κάνε υπομονή Δήμητρα. Στην επόμενη στάση. Μερικά δευτερόλεπτα υπομονής και θα κατεβείς στα Πατήσια. Α, όχι.. Δεν κάνει στάση στα Πατήσια. Κάνουν ακόμα έργα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αυτό ήταν. Τώρα πανικοβαλλόμαστε. Δε θα αντέξω μέχρι τον Άγιο Ελευθέριο.

Τρέμουν τα πόδια μου. Τρέμουν σα να μην μπορούν να κρατήσουν το βάρος μου. Τα χέρια μου κρέμονται. Δεν έχω τη δύναμη να κρατηθώ από πουθενά. Νιώθω το σώμα μου να βαραίνει όλο και περισσότερο, και μικρές, μικρές σταγόνες κρύου ιδρώτα να καλύπτουν το πρόσωπό μου. Σίγουρα πρέπει να έχω χλωμιάσει. Μπορώ να με φανταστώ. Πιο άσπρη κι από σεντόνι πλυμένο με Εύρηκα θα’ χω γίνει. Η αναπνοή μου γίνεται όλο και πιο αργή. Σα να μην υπάρχει αρκετό οξυγόνο στον αέρα για να αναπνεύσω. Και ζαλίζομαι. Τέτοια ζαλάδα δεν είχα ούτε στο τρενάκι του λούνα παρκ πέντε χρονών. Πρέπει επειγόντως να βρω να κάτσω. Ψάχνω για καμιά ελεύθερη θέση. Μάταια. Πρέπει να ζητήσω από κάποιον να σηκωθεί για να κάτσω. Πώς ζητάς ευγενικά από κάποιον να σηκωθεί για να κάτσεις; «Συγγνώμη κύριε, μπορείτε να σηκωθείτε γιατί λιποθυμάω;» Μήπως να πω σε εκείνη την κυρία δίπλα μου πως δεν αισθάνομαι καλά; Θα το πω, ίσως με βοηθήσουν.

Δε.. δεν μπορώ. Δεν μπορώ να μιλήσω. Δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη, να βγάλω ήχο. Δεν μπορώ καν να ανοίξω το στόμα μου. Όλο το σώμα μου είναι σε κατάσταση παράλυσης. Χτυπάει ο συναργεμός στο κεφάλι μου, με έχει ξεκουφάνει ότι κάτι πρέπει να κάνω, αλλά δεν μπορώ να ειδοποιήσω κανέναν. Κανέναν. Μα γιατί; Τι μου συμβαίνει; Λες και παίζω, όντως, σε βουβή ταινία, ή στην Άριελ που της κλέβει η κακιά Ούρσουλα τη φωνή της. Όχι, εγώ θα τα καταφέρω, θα μιλήσω, θα πω στον πρίγκηπα ότι εγώ τον έσωσα, ότι εγώ τραγουδούσα τότε στη θάλασσα. Θα καταφέρω να πω στην κυρία ότι δεν αισθάνομαι καλά, θα βρει τρόπο να με βοηθήσει, να μου βρει θέση να κάτσ--

«Τι έγινε; Πέφτει; Βοηθήστε με καλέ.» άκουσα να λέει μία γυναικεία φωνή από πίσω μου τη στιγμή που ένιωσα δύο χέρια στα πλευρά μου να προσπαθούν να με κρατήσουν.   

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

10 minor, frustrating things

Μία λίστα από μικρά σπαστικά πράγματα της καθημερινότητας που αποτελούν ενδείξεις για το ότι το Σύμπαν γαμιέται. Ναι, σε σένα μιλάω Paulo Coelho, μη μου κάνεις τον Κινέζο.

1) Ο υπολογιστής κρασάρει ή κολλάει ιό ακριβώς την προηγούμενη μέρα πριν αρχίσεις εκείνο το back-up που σχεδίαζες. Τυχαίο; Δε νομίζω.

2) Είναι να δώσεις προφορικές εξετάσεις. Είσαι καλά προετοιμασμένη και λαλίστατη. Όμως, την ακριβώς προηγούμενη ημέρα πριν τα προφορικά κλείνει ο λαιμός σου σε τέτοιο σημείο που όταν προσπαθείς να αρθρώσεις μία λέξη μιλάς σαν υβρίδιο του Βασίλη Καρρά και του ΕΤ (phone home).

3) Όλη σου τη ζωή αγοράζεις και επικυρώνεις εισητήριο για κάθε μα κάθε φορά που χρησιμοποιείς τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Και μάλιστα, φροντίζεις πάντα να κουβαλάς μαζί σου το πάσο, ή όποιο άλλο χαρτί δείχνει ότι δικαιούσαι το μειωμένο εισητήριο. Τη μοναδική φορά που δεν έβγαλες εισητήριο για άλφα ή βήτα λόγους, στην πρώτη στάση μπαίνει ελεγκτής στο βαγόνι σου.

4) Έσκασες 20 ευρώ στο κομμωτήριο για ένα ριμαδο-ίσιωμα, ή ακόμα χειρότερα έχεις την αδερφή σου να σου ψήνει τον εγκέφαλο με το πιστολάκι επί δύο ώρες μπας και ισιώσει το κατσόμαλλο. Έξω είναι χαρά Θεού, ούτε υποψία συννεφου. Το χτένισμα τελείωσε. Βγαίνεις έξω, νιώθοντας σα τη Ζιζέλ. Στο πρώτο βήμα που κάνεις νιώθεις μία σταγόνα να κυλάει στο μέτωπο. Άρχισε να βρέχει.

5) Έχεις σημαιοστολιστεί για έξοδο και μισό λεπτό πριν φύγεις πλένεις τα δόντια σου και φυσικά πέφτει οδοντόκρεμα πάνω στα ρούχα και τα παπούτσια σου. Πράγμα που δε συμβαίνει ποτέ όταν φοράς τα πρόχειρα ή τις πυτζάμες σου. Γιατί άραγε;

6) Έχεις βαφτεί σα θεά. Μετά από κάποια ώρα σου μπαίνει κάτι στο μάτι και ασυναίσθητα τρίβεις τα μάτια σου μέχρι να σταματήσει η ενόχληση. Συνειδητοποιείς τι έκανες όταν σταματάς να αναρωτιέσαι πώς στο διάολο λερώθηκε το χέρι σου με χρώματα και make-up. Συγχαρητήρια, το μακιγιάζ έγινε σαν πίνακας του Picasso.

7)  Περιέργως, έχεις όρεξη για ελληνικό σπιτικό καφέ. Μπρίκι, νερό, καφές, ζάχαρη. Κάθεσαι με τα μάτια καρφωμένα στο μπρίκι για μην ξεχαστείς. Περνάνε δύο λεπτά (που φαίνονται σα δύο ώρες ορθοστασίας) και ο καφές δεν έχει αρχίσει καν να φουσκώνει. Εν τω μεταξύ, βλέπεις ένα σκουπιδάκι στον πάγκο. Το παίρνεις και το πετάς στο σκουπιδοτενεκέ που είναι σε απόσταση δύο δευτερολέπτων από το μπρίκι. Γυρνάς την πλάτη σου και βλέπεις ότι ο καφές χύθηκε και μάλιστα φρόντισε να πάει παντού.

8) Σχεδίαζες μέρες να εκμεταλευτείς τον καλό, ζεστό καιρό που κάνει πηγαίνοντας με παρέα έναν μεγάλο περίπατο σε κάποιο πάρκο, στη θάλασσα, whatever. Έρχεται, επιτέλους, η πολυπόθητη ημέρα. Τη στιγμή που φτάνετε στον προορισμό σας για τον περίπατο αρχίζει να βρέχει στα καλά καθούμενα. Ομπρέλα; Τσου. Μπουφάν; Ούτε. Τρως όλη τη βόλτα τουρτουρίζοντας κάτω από ένα κιόσκι 1x1. Συνεχίζει να ρίχνει τα κέρατά του από βροχή μέχρι και την επιστροφή, και με το που φτάνεις σπίτι, σταματάει και βγάζει ήλιο. Να μου πεις.. μετά τη βροχή λογικό δεν είναι να βγάλει ήλιο; Ναι, αλλά αυτό το τραγικά ειρωνικό timing σε κάνει να σπάσεις ό,τι βρεις σε γυαλικό μπροστά σου. Και είναι ακριβά τα σερβίτσια στις μέρες μας. Κακά τα ψέματα.

9) Στο supermarket κάθεσαι πέντε ολόκληρα λεπτά μπροστά από τα ράφια με τις οδοντόβουρτσες προκειμένου να πάρεις εκείνη την κρίσιμη απόφαση του τι μάρκα και τι μοντέλο να πάρεις. Όταν τελικά αποφασίζεις, πληρώνεις στο ταμείο και πας σπίτι, μόνο για να ανακαλύψεις ότι πήρες μαλακή ή σκληρή οδοντόβουρτσα, ενώ ήθελες μια μέτρια.

10) Είσαι πτώμα από την κούραση. Όλη μέρα ονειρεύεσαι να περάσουν οι ώρες και να’ ρθει η στιγμή που θα φτάσεις σπίτι και θα πέσεις σαν τούβλο να κοιμηθείς γλυκά γλυκά στο απαλό σου κρεβατάκι. Οι ώρες περνάνε βασανιστικά αργά κάνοντας έτσι την προσμονή σου ακόμα μεγαλύτερη. Όταν τελικά έρχεται η πολυπόθητη στιγμή, έχεις τόση υπερένταση που το μάτι έχει γίνει γαρίδα και δε λέει με τίποτα να σε πάρει ο ύπνος. Εκτός από το Σύμπαν, τελικά μαμιέται και ο Μορφέας και όλη η ελληνική μυθολογία μαζί. 

Και όλα αυτά έχουν γίνει μόνο τον τελευταίο μήνα. Δε θέλω να φανταστώ τι θα γίνει τον επόμενο.

«Είναι λάθος να το βλέπεις έτσι αρνητικά. Δες το πιο θετικά.» μου είπε χτες η Λυδία που έκανε φιλότιμες προσπάθειες να σταματήσω να γκρινιάζω.
«Ορίστε; Και πού είναι το θετικό σε όλα αυτά; Θέλω τη βοήθεια του κοινού.»
«Σκέψου, για παράδειγμα, πως όλες αυτές οι μικρές ή μεγάλες ατυχίες γίνονται για να κάνουν πιο ενδιαφέρουσα τη ζωή μας και πως όταν τα ξεπερνάμε, βγαίνουμε καλύτεροι και δυνατότεροι.»

Θεέ μου, η φίλη μου ακούγεται σαν ψυχολόγος που άρχισε τα της θετικής σκέψης και ενέργειας. Έχει αρχίσει και την επηρρεάζει η σχολή της άγρια. Στο τέλος θα έχω τον Φρόυντ για φίλη να μου λέει για ενδοσκόπηση.

«Βλέπεις που υπάρχουν και θετικά; Γι’ αυτό, βλέπε τη φωτεινή πλευρά της ζωής.» συνέχισε.
«Τσου. Δε γίνεται.»
«Γιατί;»
«Δεν υπάρχει φωτεινή πλευρά, γιατί μέχρι και η ζωή δεν έχει λεφτά να πληρώσει τη ΔΕΗ.»


PS. Δεν έκανα λίστα για τα μεγάλα σπαστικά πράγματα (όπως οικονομική κρίση, ανεργία, υγεία κτλ) που αποδεικνύουν ότι αυτό το πράγμα από πάνω σου είναι ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο γκαντεμιάς που σε ακολουθεί, γιατί τότε θα πέφταμε μαζικώς στα Ζάναξ και τις βαλεριάνες και δεν είναι αυτός ο στόχος του blog.

Κυριακή 6 Μαΐου 2012

The English Tutor that Came in From Hell (Part III)


8.40 pm

Η μαμά του Δημήτρη μπήκε στο σαλόνι και χωρίς να μιλήσει καθόλου έφυγε από το σπίτι μαζί με την κόρης της. Απλά έφυγε. Έπαθα ένα μικρό εγκεφαλικό επεισόδιο τη στιγμή που έκλεισαν την πόρτα πίσω τους. Συγγνώμη, πού πάνε; Πού στο διάολο πάνε μάνα και κόρη και με αφήνουν μόνη με το μικρό βαμπίρ; Σοβαρά, ποια μάνα θα πήγαινε να πεταχτεί κάπου αφήνοντας μία ξένη στο σπίτι με το παιδί της. Ένας άγνωστος θα μπορούσε να είναι από απλό κλεφτρόνι μέχρι παιδόφιλος και serial killer, ή ακόμα χειρότερα ένα cocktail των τριών. Φοβόμουν μη συμβεί τίποτα και βρεθώ εγώ υπεύθυνη.

Σε μία γνωστή μου που έκανε μαθήματα μαθηματικών σε ένα αγόρι παρόμοιας ηλικίας, το παιδί ζήτησε σε ένα μάθημα να πάει τουαλέτα. Δεκτό. Τι να κάνει η κοπέλα; Περίμενε. Και περίμενε. Αφού πέρασε κανένα εικοσάλεπτο πήγε και χτύπησε δυο-τρεις φορές την πόρτα στο μπάνιο γιατί ανησύχησε μην έχει πάθει τίποτα το παιδί. Μετά από λίγο, ο μικρός ξεκλείδωσε και εμφανίστηκε στην πόρτα με το μπουρνούζι. Και με το πιο φυσικό και μάγκικο ύφος στον κόσμο της είπε: «Να, είπα μιας που πήγα τουαλέτα να κάνω και ένα μπανάκι.»

Αυτό θα κάνει, αυτό ακριβώς. Τώρα που πήρε είδηση ότι η μάνα του έφυγε και το πεδίο είναι ελεύθερο, θα το εκμεταλευτεί. Θα μου ζητήσει να πάει τουαλέτα και θα κλειδωθεί μέσα για να αποφύγει το μάθημα. Θεέ μου, ας μην το κάνει, ας μην το--

«Κυρία; Μπορώ να πάω λίγο τουαλέτα;»

Μπινγκ!

Λίγο ε; Με ειρωνεύεσαι και μες στα μούτρα μου ε; Το εγκεφαλικό επεισόδιο έγινε καρδιακό επεισόδιο. Τι να απαντήσω εγώ τώρα; Πώς να απαγορεύσεις στον άλλον μία βιολογική ανάγκη, υποτιθέμενη ή μη; Το καλύτερο που βρήκα να απαντήσω ήταν--

«Ναι, αλλά πρόσεξε. Εάν δε γυρίσεις σε 30 δευτερόλεπτα, θα έρθω εκεί.»
Εντάξει, δεν ήταν και ο πιο διπλωματικός χειρισμός, το ομολογώ.

Τελικά, ήρθε το καλό μου πριν περάσει το μισό λεπτό. Ανακούφιση. Τις γλύτωσα τις βαλεριάνες. Καθώς, μάλιστα, ερχόταν από το διάδρομο, σήκωσε τα χέρια, με κοίταξε και είπε:

 «Ούτε στο στρατό τριάντα δευτερόλεπτα, κυρία, ούτε στο στρατό!»
Δεν έχεις περάσει εσύ απ’ το στρατό ακόμα, γι’ αυτό. Κάτσε να σε γνωρίσουν ζιζάνιο. 

8.52 pm

Μέχρι εκείνη την ώρα, είχε καταγρατζουνίσει το παρκέ γιατί κλώτσαγε ασταμάτητα τον ψηλό κάδο που είχε να αναποδογυρίσει για να κάθεται, αντί για καρέκλα. Είχε φάει όλα τα μπισκότα και τα κουλουράκια που μου είχε προσφέρει η μαμά του μαζί με μία λεμονάδα, και δεν άφησε ψίχουλο ούτε για δείγμα. Η μάνα του θα νομίζει ότι είχα τρεις μέρες να φάω. Στα μεσοδιαστήματα, έβαζε γκολ με τη γόμα του ανάμεσα στο ποτήρι μου και στο -άδειο πλέον- πιατάκι. Άσε που όταν έγραφα τις άγνωστες στο λεξιλόγιο πήγαινε και κρυβόταν πίσω από τον καναπέ και έπαιζε κρυφτούλι.

«Δε με βλέπετε, δε με βλέπετε.»
«Δημήτρη, έλα να συνεχίσουμε και άσε τον καναπέ.»
«Γιατί κυρία; Αμαρτία, αμαρτία» απαντούσε με παράπονο και έσερνε τα πόδια του προς το τραπέζι μέχρι που τα σήκωνε για να κλωτσήσει τον κάδο πάλι.

9.02 pm

Το μάθημα τελείωσε. Η μάνα του είχε γυρίσει και έπρεπε να της πω τι είχαμε κάνει από θέμα ύλης. Περιττό να πω ότι όταν έμαθε πως με τον Δημήτρη κάναμε μία ώρα για να κάνουμε τρεις ασκήσεις όλες κι όλες, ξύπνησε πάλι η μελαχρινή Μέρκελ μέσα της. Άρχισε και φώναζε στον Δημήτρη πιάνοντας τόσο ψηλές νότες που μέχρι και οι σοπράνο θα ζήλευαν. Εγώ δε συμμετείχα, απλά παρακολουθούσα το σκηνικό με απόλυτη απάθεια και σκεφτόμουν. «Καλά, δε βραχνιάζει ποτέ; Δεν κλείνει ο λαιμός της ποτέ;» Κατέληξα στο ότι κακό σκυλί, lysopaine δε θέλει τελικά. Πάντως, κακά τα ψέματα, ένιωθα πολύ άσχημα που το έκανε αυτό στο παιδί, και μάλιστα μπροστά μου. Για μια στιγμή ο Δημήτρης πήγε να βουρκώσει, αλλά δεν το έκανε, αποδεικνύοντας έτσι ότι είχε αναπτύξει ανοσία στις φωνές και στα κηρύγματα. Περίμενε να τελειώσει όλο αυτό για να πάει μέσα να παίξει σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Όταν πήγε, τελικά, μέσα ο μικρός για να συζητήσω εγώ με τη μαμά του, της είπα «Δεν αναλαμβάνω» κι έφυγα.

Δεν ήθελα να αναλάβω τα δύο παιδιά όχι εξαιτίας της ζωηρής συμπεριφοράς του Δημήτρη, αλλά εξαιτίας της μάνας του. Η Σκύλλα-Χάρυβδη (προσφορά 2 σε 1, αγοράστε το Fairy γιατί συμφέρει) ήθελε να συμφωνήσουμε να κάνω και στα δύο παιδιά μάθημα, ενώ είχαν ήδη δασκάλα αγγλικών. Ήθελε σταδιακά να την αντικαταστήσει με εμένα γιατί εκείνη ήταν πιο ακριβή και δεν τους συνέφερε πλέον με την οικονομική κρίση. Μα το πιο εξωφρενικό απ’ όλα ήταν ότι ήθελε για ένα διάστημα να κάνω κρυφά μάθημα στα παιδιά έτσι ώστε να μην το ανακαλύψει η άλλη δασκάλα.

Να επεμβαίνω κρυφά στο μάθημα άλλης και να έχω τη μάνα να επεμβαίνει στο δικό μου μάθημα;

Όχι, κυρία μου. Αμαρτία, αμαρτία.   
 

The English Tutor that Came in From Hell (Part II)


«Δημήτρη, θες να μου δείξεις πού έχεις φτάσει στα αγγλικά;»

Το βλέμμα του σκοτείνιασε και έχασε τη σπιρτάδα του με το που άκουσε για αγγλικά. Κακό σημάδι αυτό. Προσπερνώ το γεγονός ότι μου είπε ψέματα, όπως αποδείχτηκε αργότερα, για την ύλη που είχαν καλύψει με την προηγούμενη δασκάλα. Βασικά, το πρώτο μάθημα είναι μάθημα γνωριμίας κανονικά και δε σκόπευα να διδάξω ύλη, αλλά η μαμά του Δημήτρη είχε δείξει με όλους τους τρόπους ότι ήθελε με το «καλησπέρα σας» να παραδώσω ένα ολόκληρο κεφάλαιο σε μία μόνο διδακτική ώρα. Τελικά, δε φώναζε μόνο σα Χίτλερ, αλλά είχε και τις τακτικές του.

Ήταν ηλίου φαεινότερον πως ο Δημήτρης ήταν έτοιμος να χτυπηθεί κάτω σα χταπόδι προκειμένου να μην κάνει αγγλικά. Δεν του άρεσαν. Λόγικο, έτσι όπως τα διδασκόταν. Οπότε αποφάσισα να κάνουμε μαζί κάποιες ασκήσεις από το workbook ίσα ίσα για να δω το επίπεδό του και μετά να κάνουμε κάτι πιο ευχάριστο, όπως παιχνίδια, τραγουδάκια και ιστορίες στα αγγλικά. Δε θα με άφηνε η μαμά-Κέρβερος, αλλά σχεδίαζα να το ρισκάρω μήπως το παιδί δει με άλλο μάτι τα αγγλικά.

«Δημήτρη πρώτα θα κάνουμε μαζί δυο-τρεις ασκήσεις από το βιβλίο σου.»
Στραβομουτσούνιασε. «Όχι, κυρίααα. Αμαρτία, αμαρτία.»
Αμαρτίες. Πολύ σωστά, αμαρτίες πρέπει να πληρώνω.

«Αμαρτία θα ήταν και να μην τις κάνουμε όμως, Δημήτρη.»

8.19 pm

Άσκηση που έπρεπε να βάλει τις λέξεις στη σωστή σειρά και μορφή έτσι ώστε να φτιάξει πρόταση που να περιγράφει την αντίστοιχη εικόνα. Η πρώτη εικόνα έδειχνε δύο παιδιά που ήταν σε σαφάρι και στεκόντουσαν δίπλα σε ένα χαλασμένο τζιπ, και ένα λιοντάρι που τα πλησίαζε.

«Διάβασέ μου τις λέξεις πριν γράψεις την πρόταση και πες μου αν έχεις άγνωστες.»
«Μην κάνουμε αγγλικά, κυρία. Αμαρτία, αμαρτία.»
«Δημήτρη.»
«Καλά. Them. Lion. Came. When. Φρίχτεν..»
Έλα μου; Φρίχτεν; Πολύ Μέρκελ ακούστηκε αυτό.

«Δημήτρη κάνεις Γερμανικά;»
«Ναι, στο σχολείο.»

Τετάρτη Δημοτικού και κάνουν δεύτερη ξένη γλώσσα; Εγώ σε αυτήν την τάξη έκανα πρώτη χρονιά αγγλικά μόνο, τα γαλλικά μας τα άρχιζαν Ά Γυμνασίου. Ή το IQ του Υπουργείου Παιδείας έχει πάει υπό το μηδέν, ή βάζουν πιο γερές βάσεις για εντατικοποίηση, πλύση εγκεφάλου και μελλοντική δημαγωγία. Το θέμα, όμως, που με έκαιγε περισσότερο εκείνη τη στιγμή ήταν πού στα κομμάτια βλέπει το φρίχτεν. Κοιτάω την άσκηση. Μάλιστα. Το «frighten» λέει τόση ώρα.

«Δημήτρη, αυτή η λέξη σημαίνει «τρομάζω» και προφέρεται φράιτεν, όχι φρίχτεν. Για ξαναπές το.»
«Φρίχτεν.»
«Φράιτεν, Δημήτρη.»
«Φρίχτεν.»
«Φράιτεν.»
Άνετα θα κυλούσε όλο το υπόλοιπο βράδυ έτσι.

«Ε εντάξει κυρία. Μη μου μαθαίνετε την τέλεια προφορά, δεν πάμε και για Proficiency-ssss
«Το ξέρω πως δεν πάμε για Proficiency παιδί μου, αλλά από το φράιτεν στο φρίχτεν υπάρχει, όσο να πεις, μία απόσταση.»
Απόσταση που μετριέται σε έτη φωτός για την ακρίβεια.

8.27 pm

Ίδια άσκηση. Επόμενη πρόταση. Η αντίστοιχη εικόνα έδειχνε πως το κορίτσι παίρνει μία μεγάλη πέτρα από κάτω και τη χτυπάει πάνω στο αυτοκίνητο για να κάνει θόρυβο και να φοβηθεί το λιοντάρι. Πολλή φαντασία αυτός που έγραψε το βιβλίο.

Του είπα τι σήμαιναν οι λέξεις στα ελληνικά για να σχηματίσει την πρόταση πιο εύκολα.

«Τι λέτε κυρία; Λάθος τα λέτε!»
Μέγα λάθος έκαναν οι γονείς σου ποντικομικρούλη. Γκε γκε;

«Rock δεν είναι η πέτρα, αλλά ο βράχος. Η πέτρα είναι stone» είπε πανηγυρικά με ένα στόμφο μέχρι το Θεό.
«Πολύ σωστά, Δημήτρη, μόνο που rock, εκτός από βράχος, είναι και η μεγάλη πέτρα. Μία λέξη στα αγγλικά συνήθως δε σημαίνει μόνο ένα πράγμα.»
«Όχι, αφού rock είναι ο βράχος και stone η πέτρα σας λέω.»
Ναι, και με αυτή τη λογική, rock music είναι η μουσική του βράχου. Χαίρομαι που το ξεκαθαρίσαμε.

Έκτακτο δελτίο ειδήσεων:

«Καλησπέρα κυρίες και κύριοι, διακόπτουμε το πρόγραμμά μας για να σας ενημερώσουμε πως κοπέλα που έκανε μάθημα αγγλικών σε εννιάχρονο αγόρι, το έβαλε να σκίσει μία-μία τις σελίδες του βιβλίου του και να τις φάει. Οι συγγενείς δηλώνουν ανήσυχοι, ενώ η άγνωστη κοπέλα βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο Τμήμα..»

Όχι, Θεούλη μου. Σε παρακαλώ, δε θέλω να πάω φυλακή για βράχους, πετρούλες και κωλο-βοτσαλάκια. Θα παραμείνω κουλ και ψύχραιμη ό,τι κι αν κάνει ο μικρός καλικάντζαρος. Τα αγαπάω εγώ τα καλικαντζαράκια. Αλήθεια.

«Δημήτρη μου, σε αυτήν την περίπτωση η πρόταση θέλει να πει πως το κορίτσι χρησιμοποιεί μία μεγάλη πέτρα για να διώξει το λιοντάρι. Σου φαίνεται λογικό να λέγαμε πως το κορίτσι σηκώνει έναν βράχο

Παύση. Με κοίταξε με βλέμμα απορίας. Επιτέλους, κατάλαβε ότι δεν τον παίρνει να επιμείνει άλλ--

«ΜΑ Η ΠΕΤΡΑ ΕΙΝΑΙ STONE» τσίριξε πεισμωμένος.
Γαμώ τους Rolling Stones μου μέσα.

«Να θυμηθώ να πάω αύριο στο φαρμακείο να πάρω αντισυλληπτικά» σκέφτηκα, «ή να κλείσω ραντεβού για στείρωση καλύτερα;» Δίλημμα. Παρ’όλο που μικρή ήμουν πάρα πολύ ήρεμο και βολικό παιδί (στην πορεία στράβωσε το πράγμα) και θα ήθελα να δω μέρος του DNA μου σε 3D επανέκδοση, δε ρισκάρω να το ζήσω αυτό επί 24ώρου βάσης για κανένα λόγο. 

To be continued..

Σάββατο 5 Μαΐου 2012

The English Tutor that Came in from Hell (Part I)

Ποιος έχει δει την ταινία «The spy who came in from the cold»; Όχι, δεν έπαιζε ο Ewan McGregor, ψύχωση πια. Ο Richard Burton ήταν εκείνος που υποδυόταν τον κατάσκοπο που γύρισε από το κρύο. Εγώ όμως τις προάλλες γύρισα από την ζέστη της κόλασης με μεγαλύτερη επιτυχία από το ψωρο-Oscar που κέρδισε ο Burton για την ερμηνεία του. Μπορεί να μην ήμουν κατάσκοπος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά αυτό που έκανα απαιτούσε εξίσου λεπτό χειρισμό, μεγάλα επίπεδα ψυχραιμίας και αντοχής, καθώς και ατσαλένια νεύρα. Τι ήταν αυτό; Έκανα μάθημα Αγγλικών σε ένα εννιάχρονο αγοράκι, και όχι, δεν ήταν τόσο χαριτωμένο και αθώο όσο ακούγεται. Όλα άρχισαν κάπως έτσι..

«Λέγετε;»
«Γεια σας. Έμαθα ότι παραδίδετε μαθήματα αγγλικών και ενδιαφέρομαι για τον γιο μου. Είναι εννιά χρονών και πάει Τετάρτη Δημοτικού.»

Το πρώτο μάθημα έγινε λίγες μέρες αργότερα. Δωρεάν. Μέγα λάθος, όπως αποδείχτηκε και αργότερα. Όσοι πιστεύουν ότι η τακτική του να μη χρεώνεις το πρώτο μάθημα ανήκει στο καλό marketing, πέφτουν μίλια έξω. Αφού, λοιπόν, έφτασα έξω από την πολυκατοικία, χτύπησα το κουδούνι. Τίποτα. Ξαναχτύπησα το κουδούνι, καλούσα στο κινητό της μητέρας μέχρι που κατόρθωσα και μίλησαμε στο θυροτηλέφωνο. Δεν πολυ-ίδρωσε το αυτί τους που με είχαν να περιμένω στην πόρτα τόση ώρα όρθια, με τους περαστικούς να με κοιτάνε λες και κρατούσα τσίλιες για διάρρηξη. Ύστερα από 10 λεπτά κατέβηκε ένα μικρό κοριτσάκι και μου άνοιξε την πόρτα. Η Μαριέλενα, ένα χαριτωμένο κοριτσάκι που απ’ό,τι έμαθα στο ασανσέρ πήγαινε Πέμπτη Δημοτικού.

Ανεβήκαμε στο σπίτι. Όταν μπήκαμε, κοίταξα ερευνητικά το χώρο ψάχνοντας να δω τον καινούργιο μου μαθητή. Πουθενά. Είδα τη μητέρα της Μαριέλενας όμως, και χαιρετηθήκαμε, γνωριστήκαμε και άρχισε να μου μιλάει για την κόρη της. Ο γιος; Ούτε φαινόταν πουθενά, ούτε είχε γίνει η παραμικρή αναφορά σε εκείνον. Λες τα Αγγλικά να είναι για την κόρη; Μήπως δεν άκουσα καλά στο τηλέφωνο; Μπα, είπαμε για αγόρι εννιά χρονών και η Μαριέλενα όχι μόνο είναι κορίτσι, αλλά είναι και ένα χρόνο μεγαλύτερη. Είναι δυνατόν να κατάλαβα λάθος και για το φύλο και για την ηλικία; Η μάνα, πάντως, παρουσίαζε ενδείξεις νευρικού ατόμου, που τρώει πολύ (ήτο εύσωμη να το πω κόσμια), που μιλάει πολύ γρήγορα και λέει μισόλογα με μία εκνευριστικά τσιριχτή, αγχωτική φωνή. Ο γιος, όμως. Πού είναι ο γιος. Κρυφτούλι παίζουμε, γαμώτο;

«Ωραία. Ξεκινήστε εσείς μάθημα με τη Μαριέλενα να δείτε κιόλας πού βρίσκεται στα αγγλικά.»
Ποιος ήρθε;

«Τι;» πετάχτηκε η Μαριέλενα με γουρλωμένα τα μάτια. «Τώρα; Γιατί βρε μαμααά;» και άλλα τέτοια φιλοσοφικά ερωτήματα έθεσε η μικρή στη μαμά της προσπαθώντας να ξεπεράσει το σοκ.
Τρελαίνομαι όταν τα παιδιά έχουν ανά πάσα ώρα και στιγμή όρεξη για μάθημα.

«Ναι, τώρα Μαριέλενα. Θα κάνεις μάθημα να σε δει η κοπέλα και να προχωρήσετε παρακάτω μέχρι να ετοιμάσω τον αδερφό σου.»
Όπα, πιάσαμε λαβράκι.

Αδερφός. Αγόρι. Ο μαθητής μου. Ο πρωταγωνιστής της υπόθεσης. Επιτέλους, ύστερα από 10 λεπτά αναμονής κάτω από το σπίτι συν 15 λεπτά μπουρδολογίας με τη μαμά, μάθαμε ότι υπάρχει, ότι δεν ήταν ένα δημιούργημα της φαντασίας μου.

 Κάναμε μία ώρα μάθημα, με τη Μαριέλενα να παρακαλάει τη μαμά της να μας αφήσει να κάνουμε άλλα δέκα λεπτά. Τα πράγματα μιλούσαν από μόνα τους. Όχι μόνο την προχώρησα παρακάτω στο βιβλίο της, αλλά ήμουν πλήρως εφοδιασμένη με παιχνίδια εκμάθησης αγγλικών, σφραγιδούλες και αυτοκόλλητα για επιβράβευση, καθώς και εικονογραφημένα βιβλία με παιδικές ιστορίες αγορασμένα στο Λονδίνο. Η μικρή είχε ξετρελαθεί. Εγώ όμως, αν και δεν το έδειχνα, δεν το ευχαριστιόμουν το μάθημα, γιατί καθ’όλη τη διάρκειά του ο υστερικός Χίτλερ μεταφορφωμένος σε ελληνίδα μάνα φώναζε ασταμάτητα στο γιο στο διπλανό δωμάτιο. Ή οι τοίχοι δεν είχαν καλή ηχομόνωση, ή η μάνα έπιανε μήκη κύματος πρωτόγνωρα για τα αυτιά μου. «Άρχισαν να επιβεβαιώνται και οι ενδείξεις νευρωτικού ατόμου» σκέφτηκα καθώς σκούπιζα το αίμα από το τρυπημένο μου τύμπανο. Είχε έρθει η σειρά του μικρού για μάθημα. Είδα ένα μικροκαμωμένο, κουτσοδόντικο, μελαχρινό αγόρι να έρχεται από το βάθος του διαδρόμου.

«Γεια θαθ.» μου είπε με ένα χαμόγελο.
«Γεια σου, τι κάνεις; Πώς σε λένε;»
«Δημήτρη.»

Και από εκείνη τη στιγμή μπήκα στα Τάρταρα για 60 λεπτά full βασανιστηρίων που μετρούσαν για 60 χρόνια βασανιστηρίων σε 60 παράλληλα Σύμπαντα.

To be continued..

Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Snails in Food Crisis

Απόγευμα 1ης Μαΐου. Διάβαζα blogs ακούγοντας Jethro Tull στη διαπασών. Απόλυτα απορροφημένη τόσο από το κείμενο που διάβαζα όσο και από την μουσική, απολάμβανα εκείνες τις μικρές σταγόνες ευτυχίας με μία ακόρεστη δίψα. Σίγουρα θα χτύπησε το τηλέφωνο επανηλειμμένα. Σίγουρα θα μου απηύθηναν τον λόγο καμιά δεκαριά φορές. Σίγουρα θα έκανε σεισμό 7 ρίχτερ με ντουβάρια να πέφτουν και ανθρώπους να φώναζουν να εκκενωθεί ο χώρος τρέχοντας πανικόβλητοι δεξιά κι αριστερά. Σίγουρα θα έβγαλε ανακοίνωση ο Νώε προσκαλώντας ζευγαράκια από όλο το ζωικό βασίλειο για το sequel της Κιβωτού. Βυθισμένη όμως στα γραπτά και στο μικρό, στιγμιαίο ακουστικό οργασμό στον οποίο είχα ενδώσει, δεν σήκωσα τα τηλέφωνα και έγνεφα καταφατικά σε όποιον φαινόταν να μου μιλάει χωρίς να έχω ιδέα τι μου έλεγε (τώρα εάν μου κάνανε ανήθικες προτάσεις ή ζητούσαν να δανειστούν τις τραπεζικές μου κάρτες, τότε την έχω πατήσει πολύ άσχημα). Το μόνο σίγουρο είναι ότι λίγο με ένοιαζε αν γκρεμιζόταν ο κόσμος γύρω μου εκείνη την ώρα. Εγώ συνέχιζα προσηλωμένη..

“And you snatch your rattling last breaths
with deep-sea-diver sounds,
and the flowers bloom like madness in the spriiiing.”

And the flowers bloom like madness in the spring? Χμ, κάτι μου λέει αυτό-- κάτι επίκαιρο. Και τότε έφαγα την πετριά. Μα ναι, είναι Πρωτομαγιά. Είναι η πρώτη μέρα της Άνοιξης. Λουλούδια, μελισσούλες και ένας ήλιος πρόδρομος για τους καύσωνες. Επίσης, είναι η αργία που όλες οι επιχειρήσεις είναι κλειστές προς τιμήν της αιματοβαμένης εξέργεσης των εργατών για την διεκδίκηση του οκταώρου και καλύτερων συνθηκών. Βέβαια, τώρα με την οικονομική ύφεση, έχασε κι αυτή η μέρα το νόημά της, καθώς οι μισές επιχειρήσεις παγκοσμίως ήταν ανοιχτές μπας και βγάλουν τίποτα παραπάνω.

«Πρέπει να πιάσω το Μάη» σκέφτηκα. «Πρέπει να πιάσω το Μάη πριν τα μεσάνυχτα, καθώς αυτό περιμένει η κοινωνία από μένα να κάνω αυτή τη μέρα.» Κοιτάω το ρολόι. Οκτώ και κάτι. Κλείσιμο laptop, παπούτσια, τσάντα, κλειδιά. Έφυγα. Και πού πάμε; Στην ανθοκομική έκθεση Κηφισιάς, στην πιο εύκολη λύση. Στις 8 μιση ήμουν εκεί. Ελάχιστη κοστολόγηση του να-πιάσω-το-Μάη: 1,5 ευρώ το εισητήριο για την έκθεση. Ένα χαλί από μικρές και μεγάλες γλάστρες με λογιών λογιών πανέμορφα φυτά και χρώματα γεμίζε το οπτικό σου πεδίο υπό τα φώτα του Άλσους. Γαρδένιες, κατιφέδες, γεράνια, και πάει λέγοντας. Ωραία ήταν, εάν εξαιρέσεις τη δυσανασχέτηση στα πρόσωπα των πωλητών και τη γκρίνια τους για την πολύωρη ορθοστασία, ή το σπρώξιμο από τους άλλους επισκέπτες, «Σιγά κυρία μου, φυτά είναι, δεν πάνε πουθενά, γιατί τρέχεις;».

Τελικά όχι μόνο έπιασα το Μάη, αλλά υιοθέτησα και τρία παιδιά του (ένα μωβ άλυσο, ένα ωραίο φύλλο και έναν κάκτο). Συνολικό κόστος υιοθεσίας: 6 ευρώ. Ώρα να πηγαίνω σπίτι, λοιπόν. Όταν έφτασα σπίτι, καταευχαριστημένη που εκπλήρωσα το καθήκον που όριζε η μέρα, πήγα στην πίσω αυλή να αφήσω τις γλάστρες μου, ώσπου-- το είδα. Κοντοστάθηκα. Έσκυψα να δω καλύτερα Δεν πίστευα στα μάτια μου. Ήταν αφύσικο, σχεδόν παρανοϊκό. Δύο μεγάλα σαλιγκάρια είχαν χωθεί στα δύο πύλινα μπολάκια που είχα αφήσει γατοτροφή για τις γάτες που ζουν στο διπλανό οικόπεδο και που μας επισκέπτονται συχνά. Αυτά τα σαλιγκάρια δεν ήταν απλά μέσα στα μπωλ, αλλά έτρωγαν την γατοτροφή που είχε απομείνει. Αγνόησα εντελώς τις γλάστρες μου για να παρακολουθήσω αυτό το alien συμβάν της φύσης, περιμένοντας να περάσει το βραχυκύκλωμα που είχα υποστεί. Μα, αυτά τα σαλιγκάρια είναι το είδος Helix aspersa και είναι φυτοφάγα, δηλαδή τρέφονται με βλάστηση, λειχήνες, κτλ. Και η γατοτροφή είναι από κοτόπουλα, συκώτια και άλλα τέτοια αηδιαστικά. Πώς γίνεται το πεπτικό τους σύστημα να χωνέψει τέτοιο γεύμα;

Πιθανοί τίτλοι σαλιγκαρίσιας εφημερίδας:

«Φυτοφάγα σαλιγκάρια διοργανώνουν ξέφρενο barbeque στην πίσω αυλή.»

«Δύο σαλιγκάρια βρέθηκαν νεκρά ύστερα από κατανάλωση γατοτροφής κατά τη διάρκεια του πάρτυ.»

Και πέρα από το πώς, το θέμα είναι γιατί; Γιατί να φάνε κάτι τέτοιο, όταν γύρω τους είναι 5-6 μεγάλες γλάστρες με λαχταριστά πράσινα φύλλα που άνετα θα μπορούσαν να καταβροχθίσουν;

Σενάριο 1: Δεν είχαν όρεξη για αναρρηχήσεις βραδυάτικα μόνο και μόνο για ένα snack.
Σενάριο 2: Θέλουν να εκδικηθούν τις γάτες τρώγοντας το φαγητό τους, γιατί τις προάλλες εκείνες έπαιζαν ποδόσφαιρο με το κέλυφος ενός φίλου τους.
Σενάριο 3: Είναι punk/ emo σαλιγκάρια με τάσεις αυτοκτονίας που κάνουν τη διατροφική τους επανάσταση.

Δεν ξέρω τι ισχύει από όλα αυτά. Πάντως, εάν αυτά τα σαλιγκάρια ήταν λίγο πιο τυχερά, θα ήταν στο Άλσος της Κηφισιάς να κάνουν food party πάνω σε κανένα γεράνι της έκθεσης. Αυτό, βέβαια, μέχρι να τα πάρει κανένα μάτι πωλητή και να τα πετάξει 10 μέτρα μακρυά προκειμένου να πουλήσει το γεράνι σε κάποιον παρασιτο-φοβικό. Τουλάχιστον τότε θα πέθαιναν ευτυχισμένα και όχι από junk food.

Exhibit A.

Exhibit B.