Καλοκαίρι. Εννιά χρόνια πριν. Διαδρομή Ηράκλειο-Βικτώρια
με το τρένο. Είχε έναν απίστευτο καύσωνα με τη θερμοκρασία να φτάνει τους 40
βαθμούς. Και καμήλα της Σαχάρας να ήσουν, θα έπαιρνες το πρώτο αεροπλάνο για
Αλάσκα ασυζητητί. Εκείνη η κουφόβραση είχε δολοφονικές τάσεις. Απόδειξη ότι όλοι
οι επιβάτες του τρένου είχαν κατάχλωμα, αρρωστιάρικα πρόσωπα, σαν ετοιμοθάνατων. Δεν
είχαν βάλει air-condition στα τρένα ακόμα. Γι’ αυτό τα παράθυρα ήταν όλα ορθάνοιχτα,
αλλά ο αέρας που έμπαινε έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Δεν ήταν κανένα
δροσερό αεράκι. Αντίθετα, ήταν καυτός αέρας που ζεμάταγε όλα τα δερματικά σου
κύτταρα, ένα-ένα.
Σα να μην έφτανε το γεγονός ότι έπρεπε να κυκλοφορήσω με
καιρικές συνθήκες Αφρικής στην Αθήνα, είχα να αντιμετωπίσω και το πρόβλημα σαρδελίασης. Το τρένο ήταν ασφυκτικά γεμάτο από κόσμο, με τους
επιβάτες να είναι στριμωγμένοι στο βαγόνι σα σαρδέλες σε κονσέρβα. Καρφίτσα δεν
έπεφτε. Ήταν τόσο στριγμωγμένα που
ένιωθα τα ιδρωμένα ρούχα των άλλων να ακουμπάνε τα δικά μου και τις καυτές
ανάσες των ψηλότερων από 1.70 να πέφτουν στο μέτωπό μου. Επιπλέον, η μυρωδιά
των επιβατών δε θύμιζε με καμία δύναμη αυτή του αποσμητικού. Θύμιζε περισσότερο αυτή του ληγμένου ξινόγαλου μάλλον. Εγώ στεκόμουν όρθια
κοντά στο παράθυρο.
Γαμώτο, έχω αρχίσει να ιδρώνω. Το πρωί έλιωσα μέσα στο μπάνιο και τώρα θα
βγω από δω μέσα παπί από τον ιδρώτα. Σιχαίνομαι και ντρέπομαι να είμαι ιδρωμένη--
και τότε είναι που ιδρώνω ακόμα περισσότερο. Είναι και αυτοί σα βδέλλες πάνω
μου. Τελείωσε. Θα τους ζητήσω να κάνουν πιο πέρα. Βασικά, δεν μπορώ, γιατί δεν
υπάρχει εκατοστό να κάνουν πιο πέρα. Κι αν το κάνω, θα με περάσουν για ηλίθια
σχιζοφρενή. Τελοσπάντων, θα το υποστώ για κάποιες στάσεις.
Επόμενος σταθμός: Νέα Ιωνία.
Τι; Μόνο μία στάση έχει περάσει; Μέχρι τη Βικτώρια τι θα κάνω; Θα πεθάνω.
Θα πεθάνω από αφυδάτωση, από τις τοξικές ανάσες των διπλανών, και καμιά σπάνια ασθένεια
που μεταδίδεται εξ επαφής. Και είμαι πολύ νέα για να πεθάνω. Είμαι απλά ένα
παιδί που αγωνίζεται να πάει στον ορθοδοντικό του, γιατί έχει οδοντοστοιχία χειρότερη
από του Hugh Grant. Όχι, εντάξει, κανείς δεν συναγωνίζεται τον Hugh, κακά τα ψέματα.
Πευκάκια.
Πόσες στάσεις ακόμα; Μια, δυο, τρεις.. εφτά! Θεέ μου, δε θα αντέξω εφτά στάσεις. Έχει
στεγνώσει το στόμα μου. Τα μάτια μου καίνε. Και τα δερματικά μου κύτταρα έχουν
φτύσει ό,τι νερό περιείχαν σε μορφή ιδρώτα. Όμως, τι περίεργο.. Δεν ακούω τον
ήχο του τρένου, ενώ λογικά θα έπρεπε, αφού είναι ακόμα εν κινήσει. Σχεδόν δεν
ακούω τίποτα. Γυρνάω το κεφάλι μου προς τη μεριά των επιβατών. Βλέπω μία κυρία στα
αριστερά μου να συζητάει. Δεν ακούω λέξη. Τη βλέπω απλά να ανοιγοκλείνει το
στόμα της σα να περιμένω να πέσει η καρτέλα με τον γραμμένο διάλογο, όπως στις
βουβές ταινίες. Αυτή η βουβή ταινία, όμως, δεν είναι ασπρόμαυρη. Κάθε άλλο. Εγώ βλέπω τους
πάντες και τα πάντα σε αποχρώσεις του.. μπλε. Όλα μπλε. Λες
και είμαι σε simulation για τις
επιδράσεις του βιάγκρα είναι, αλλά χωρίς τις ερωτικές ορμές. Ή μήπως είμαι σε κανένα στρουμφοχωριό και είναι όλοι μπλε; Χμ, λείπουν τα άσπρα σκουφάκια, οπότε μάλλον είναι ύποπτο.
Περισσός.
Ό,τι και να μου συμβαίνει πρέπει να το προλάβω
πριν χειροτερέψει. Θα κατέβω στην επόμενη στάση να κάτσω σε ένα παγκάκι και
μετά θα πάρω νερό από το περίπτερο. Κάνε υπομονή Δήμητρα. Στην επόμενη στάση. Μερικά
δευτερόλεπτα υπομονής και θα κατεβείς στα Πατήσια. Α, όχι.. Δεν κάνει στάση στα
Πατήσια. Κάνουν ακόμα έργα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αυτό ήταν. Τώρα πανικοβαλλόμαστε. Δε θα
αντέξω μέχρι τον Άγιο Ελευθέριο.
Τρέμουν τα πόδια μου. Τρέμουν σα να μην μπορούν να κρατήσουν το βάρος μου.
Τα χέρια μου κρέμονται. Δεν έχω τη δύναμη να κρατηθώ από πουθενά. Νιώθω το σώμα
μου να βαραίνει όλο και περισσότερο, και μικρές, μικρές σταγόνες κρύου ιδρώτα
να καλύπτουν το πρόσωπό μου. Σίγουρα πρέπει να έχω χλωμιάσει. Μπορώ να με
φανταστώ. Πιο άσπρη κι από σεντόνι πλυμένο με Εύρηκα θα’ χω γίνει. Η αναπνοή μου γίνεται όλο και πιο αργή. Σα να μην υπάρχει αρκετό οξυγόνο στον αέρα για να αναπνεύσω. Και ζαλίζομαι.
Τέτοια ζαλάδα δεν είχα ούτε στο τρενάκι του λούνα παρκ πέντε χρονών. Πρέπει επειγόντως
να βρω να κάτσω. Ψάχνω για καμιά ελεύθερη θέση. Μάταια. Πρέπει να
ζητήσω από κάποιον να σηκωθεί για να κάτσω. Πώς ζητάς ευγενικά από κάποιον να
σηκωθεί για να κάτσεις; «Συγγνώμη κύριε, μπορείτε να σηκωθείτε γιατί λιποθυμάω;»
Μήπως να πω σε εκείνη την κυρία δίπλα μου πως δεν αισθάνομαι καλά; Θα το πω,
ίσως με βοηθήσουν.
Δε.. δεν μπορώ. Δεν μπορώ να μιλήσω. Δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη, να βγάλω
ήχο. Δεν μπορώ καν να ανοίξω το στόμα μου. Όλο το σώμα μου είναι σε κατάσταση
παράλυσης. Χτυπάει ο συναργεμός στο κεφάλι μου, με έχει ξεκουφάνει ότι κάτι
πρέπει να κάνω, αλλά δεν μπορώ να ειδοποιήσω κανέναν. Κανέναν. Μα γιατί; Τι μου
συμβαίνει; Λες και παίζω, όντως, σε βουβή ταινία, ή στην Άριελ που της κλέβει η
κακιά Ούρσουλα τη φωνή της. Όχι, εγώ θα τα καταφέρω, θα μιλήσω, θα πω στον
πρίγκηπα ότι εγώ τον έσωσα, ότι εγώ τραγουδούσα τότε στη θάλασσα. Θα καταφέρω να πω
στην κυρία ότι δεν αισθάνομαι καλά, θα βρει τρόπο να με βοηθήσει, να μου βρει
θέση να κάτσ--
«Τι έγινε; Πέφτει; Βοηθήστε με καλέ.» άκουσα να λέει μία
γυναικεία φωνή από πίσω μου τη στιγμή που ένιωσα δύο χέρια στα πλευρά μου να
προσπαθούν να με κρατήσουν.